-
1 смородина
смородина ж 1) (ягода) το φραγκοστάφυλο 2) (куст) η φραγκοσταφυλιά* * *ж1) ( ягода) το φραγκοστάφυλο2) ( куст) η φραγκοσταφυλιά -
2 смородина
1. (ягода) το ριβήσιο, το φραγκοστάφυλο 2. (кустарник) το ριβήσιο, η φραγκοσταφυλιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смородина
-
3 крыжовник
[κρυζόβνικ] ουσ. α. φραγκοστάφυλο -
4 крыжовник
[κρυζόβνικ] ουσ α φραγκοστάφυλο -
5 крыжовенный
επ.του ριβισίου από ριβίσιο• από φράγκοστάφυλο. -
6 крыжовник
-а α.1. ριβισία, φράγκοσταφύλια.2. φραγκοστάφυλο, ριβίσιο. -
7 смородина
-ы θ.ριβήσιο, φραγκοσταφυλιά• λαγοκερασιά. || ριβήσιο, φραγκοστάφυλο• λαγοκέρασο. -
8 смородинный
επ.του ριβησίου• αποριβήσιο•-ое вареье γλυκό από φραγκοστάφυλο.
-
9 черносмородинный
επ.του μαύρου φραγκοστάφυλου• από μαύρο φραγκοστάφυλο.
См. также в других словарях:
φραγκοστάφυλο — το, Ν στον πληθ. τα φραγκοστάφυλα κοινή ονομασία τών ειδών τού γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ρίβος, που ανήκει στην οικογένεια γκρουσουλαριίδες, αλλ. λαγοκερασιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκο (βλ. λ. Φράγκος) + σταφύλι] … Dictionary of Greek
φραγκοστάφυλο — το ο καρπός της φραγκοσταφυλιάς (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… … Dictionary of Greek
μόσχευμα — Κάθε τμήμα βλαστού, ρίζας, φύλλων ή ακόμα και πέταλα, που, όταν κοπούν από το μητρικό φυτό και βρεθούν κάτω από ειδικές συνθήκες, έχουν την ικανότητα να αναπαράγουν το φυτό από το οποίο προέρχονται. Η μέθοδος του πολλαπλασιασμού με μ.… … Dictionary of Greek
ριβήσιο — (ribes). Γένος φυτών της οικογένειας των σαξιφραγιδών, με 150 είδη, που ευδοκιμούν στις ψυχρές και εύκρατες περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Β. Αμερικής* Είναι μικροί θάμνοι, που φυτρώνουν σε κήπους, καθώς και στους φράχτες, στα δάση, σε… … Dictionary of Greek
φραγκοσταφυλιά — η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τών φυτών τού γένους ρίβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκοστάφυλο + κατάλ. ιά (πρβλ. μουρ ιά)] … Dictionary of Greek
αβερία — (aberia).Θάμνοι ή μικρά δέντρα της οικογένειας των φλακουρτιιδών (flacurtiaceae).Είναι φυτά αυτοφυή της νότιας και ανατολικής Αφρικής, της Ινδίας, της Σρι Λάνκα, της Ινδονησίας και της Νέας Γουινέας. Οι α. έχουν κλαδιά γεμάτα αγκάθια. Αν και… … Dictionary of Greek
Ροδίδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, η οποία περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των οπωροφόρων δέντρων, που κατατάσσονται στις δυο υποοικογένειες των προυνοειδών (αμυγδαλιά, ροδακινιά, βερικοκιά, κερασιά, δαμασκηνιά) και των πομοειδών ή μηλοειδών… … Dictionary of Greek